Συγγραφέας: Steve Almond
Επιμέλεια –Μετάφραση: Ελεάνα Πανδιά, Επικοινωνιολόγος, MA, υπ. διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου

 

Ο συγγραφέας αποκαλύπτει το σκανδαλώδη λόγο για τον οποίο έκανε μεταπτυχιακές σπουδές

Όταν οι άνθρωποι με ρωτούν γιατί έγινα συγγραφέας αναφέρομαι εμφατικά στην εποχή γύρω στα 25 μου, που έκλεισα την τηλεόραση και έγινα περισσότερο σοβαρός αναγνώστης. Μιλάω με πάθος για τις προτάσεις που συνέταξαν οι Saul Bellow και Lorrie Moore, πώς κατάφερε να με σαγηνεύσει η γραφή τους και πόσο επιθυμούσα να τους μιμηθώ. Είναι μια όμορφη ιστορία. Αλλά δεν είναι το καθοριστικό μέρος της ιστορίας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι βαριόμουν τη δουλειά του δημοσιογράφου που έκανα τότε και είχα κατάθλιψη. Ζούσα σαν εξόριστος, μακριά από την οικογένειά μου και έδιωχνα από κοντά μου πολύ αποτελεσματικά όλους τους ανθρώπους που αγαπούσα. Χρειαζόμουν ψυχοθεραπεία. Κι έτσι έκανα αίτηση σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα Καλών Τεχνών για να ειδικευτώ στη λογοτεχνία. Οι περισσότεροι «σύντροφοί» μου ήταν σε παρόμοια ψυχολογική κατάσταση. Κάναμε προσπάθειες να αποκρύψουμε τα χειρότερα μιλώντας διαρκώς για το πόσο ευτυχείς ήμαστε που μας δόθηκε η ευκαιρία να κομίσουμε σε αυτό που ονομάζαμε η «τέχνη» μας. Αλλά η νόσος του καθενός αποκαλύφθηκε αναπόφευκτα υπό την επήρεια του αλκοόλ, της κάνναβης  ή και σκληρότερων ναρκωτικών ουσιών. Μετά τα πάρτυ  ουρλιάζαμε μέσα στη νύχτα τραγούδια μοναξιάς και θλίψης. Τουλάχιστον εγώ αυτό έκανα.

Στα εκπαιδευτικά εργαστήρια οι εισηγητές μας ενθάρρυναν να εστιάσουμε στην τεχνική: προσωπικό ύφος, δομή προτάσεων, τον τρόπο να υπαινίσσεσαι  κάτι στον αναγνώστη χωρίς να το κάνεις προφανές. Μας επέτρεπαν να συζητάμε τους πόνους και τα αδύναμα σημεία των χαρακτήρων μας αλλά η υπερβολική εμβάθυνση στην ψυχολογική κατάσταση των ηρώων μας,  μας έφερνε αντιμέτωπους με το βασικό κανόνα του εργαστηρίου: η συγγραφή δεν είναι ψυχοθεραπεία.

Κάτι τέτοιο μου φαινόταν πολύ λογικό. Ως γιος δυο ψυχοθεραπευτών, γνώριζα τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας αρκετά καλά ως  τότε. Οι συνεδρίες μου ήταν βαρετές, γεμάτες αυτολύπηση και πένθος, χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός νεαρού σολιψιστή.

Εκείνη την εποχή πίστευα ότι μπήκα στη λογοτεχνική περιπέτεια επειδή είχα βαθυστόχαστα πράγματα να πω για τον κόσμο επειγόντως καθώς αισθανόμουν πολύ δημιουργικός άνθρωπος. Κοιτώντας πίσω διαπιστώνω ότι η παρόρμησή μου, η παρόρμηση όλων μας ήταν να θεραπευτούμε. Ξεκινήσαμε να γράφουμε για να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό που ο Faulkner ονόμαζε τη «σύγκρουση της καρδιάς του ανθρώπου με τον ίδιο της τον εαυτό». Στη δική μας περίπτωση ήρθαμε αντιμέτωποι με τη σύγκρουση της δικής μας καρδιάς με τον ίδιο της τον εαυτό.

Μια θεωρία που πιθανόν θα ενοχλήσει εξίσου τους ψυχοθεραπευτές και τους συγγραφείς

Η προηγούμενη γενιά, εκείνη που είδε την ταινία «Annie Hall» να κερδίζει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας θεωρούσε την ψυχοθεραπεία πολύ σημαντική ανεξάρτητα αν  ο  ίδιος την υιοθετούσε ως τη δική του θεραπευτική μέθοδο. Αν ήθελες να περνάς αρκετές ώρες της εβδομάδας εκθέτοντας τα «εσώψυχά» σου σε έναν ξένο, εκπαιδευμένο να ακούει και να αντιδρά αναλόγως, τότε πήγαινες  να κάνεις ψυχοθεραπεία. Σήμερα εγγράφεσαι σε ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής.

Πολλοί αναζητούν μια ψυχοθεραπευτική μέθοδο, ακόμα και οι συγγραφείς. Και δεν είμαστε όλοι τραυματισμένοι που γράφουμε για να επεξεργαστούμε τις νευρώσεις μας. (Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλοί «φυσιολογικοί» συγγραφείς αν και εγώ δεν έχω γνωρίσει ακόμα κανέναν). Δεν εννοώ ότι έχει αντικαταστήσει η λογοτεχνική περιπέτεια την κυρίαρχη προσέγγιση στην διερεύνηση του εαυτού.

Η μείωση του ενδιαφέροντος στην ψυχοθεραπεία έχει τις ρίζες της στην ανάπτυξη της ψυχοφαρμακολογίας. Οι φαρμακοβιομηχανίες εργάζονται σκληρά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες να διαφημίσουν φάρμακα που αποκαθιστούν τη χημική ισορροπία του εγκεφάλου. Οι ψυχίατροι όλο και περισσότερο ανταλλάσουν τα σημειωματάρια τους με συνταγολόγια και έτσι η κλασική εικόνα του θεραπευόμενου στο ντιβάνι έχει αντικατασταθεί από αυτή του θεραπευόμενου με ένα χάπι στην παλάμη του.

Η δημοφιλία της δημιουργικής γραφής ειδικά στην εποχή της κυριαρχίας των οπτικών  ερεθισμάτων φαίνεται παράξενη. Αλλά φαίνεται πως οι άνθρωποι αναζητούν απελπισμένα τη συναισθηματική εμβύθιση που παρέχει η λογοτεχνία.

Ας σκεφτούμε το εξής: Όταν ξεκίνησα να γράφω λογοτεχνία τη δεκαετία του 1990 υπήρχαν μόνο μερικές δεκάδες μεταπτυχιακά προγράμματα Καλών Τεχνών σε ολόκληρη τη χώρα. Δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε τέτοια ειδίκευση παρ ’όλο που ήμουν απόφοιτος της αγγλικής λογοτεχνίας από ένα πολύ προοδευτικό πανεπιστήμιο. Σήμερα υπάρχουν 200 τέτοια προγράμματα μαζί με περισσότερα από 600 προγράμματα προπτυχιακών σπουδών και προγραμμάτων. Χιλιάδες άνθρωποι παρακολουθούν συνέδρια για τη Λογοτεχνία και κάνουν μαθήματα σε προγράμματα δημιουργικής γραφής. Το ετήσιο συνέδριο Συγγραφέων και Προγραμμάτων Δημιουργικής Γραφής έχει εξελιχθεί από συνάντηση καθηγητών από δεκατρία πανεπιστήμια σε μια τετραήμερη γιορτή της λογοτεχνίας που φιλοξενεί περισσότερους από 10000 συγγραφείς, εκδότες και φιλόδοξους λογοτέχνες.

Τα τελευταία χρόνια έχω επισκεφθεί δεκάδες προγράμματα και συνέδρια, έχω γνωρίσει  εκατοντάδες σπουδαστές και έχω συζητήσει μαζί τους για τη δουλειά τους.  Μερικοί είναι  απόφοιτοι κολλεγίου και ανυπομονούν να γίνουν οι επόμενοι Dave Eggers (σύγχρονος συγγραφέας και εκδότης). Άλλες είναι γιαγιάδες που ελπίζουν να καταγράψουν με γλαφυρότητα την προσωπική τους ιστορία. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που μου κάνει εντύπωση δεν είναι τα προσωπικά στοιχεία του κάθε σπουδαστή αλλά το κυρίαρχό του κίνητρο. Αυτό δεν είναι η δόξα ή το χρήμα αλλά η δυνατότητα να εκφράσουν συναισθήματα που δεν μπορούσαν να φανερωθούν στο ευαίσθητο περιβάλλον των οικογενειών τους. Ελπίζουν να ανακαλύψουν μέσω της λογοτεχνίας περισσότερο γενναίες και συγχωρητικές πτυχές του εαυτού τους.

Σκέφτομαι μια σπουδάστρια που γνώρισα πέρσι, μια όμορφη, νευρική νεαρή γυναίκα με καταγωγή από την Καραϊβική που είχε γράψει ένα κωμικό διήγημα του επώδυνου τελετουργικού ισιώματος των μαλλιών της. Παρά τον ανάλαφρο ύφος της, υπήρχαν υπόνοιες απόγνωσης  ειδικά στα σημεία που γινόταν ξεκάθαρο ότι οι μετανάστες γονείς της της επέβαλαν αυτή την ταπεινωτική διαδικασία.

«Φαίνεται πως έχεις δεχτεί πολύ πίεση για να είσαι τέλεια» της είπα. Η νεαρή γυναίκα που είχα μόλις γνωρίσει άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Σε εκείνο το σημείο νομίζω πως άκουσα όλους τους συντρόφους μου τους συγγραφείς να λένε: «Αμάν ρε Almond πραγματικά κάνεις τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής να μοιάζουν με ψυχοθεραπεία». Έχουν δίκιο. Όμως ο κύριος στόχος ενός εργαστηρίου γραφής είναι να βελτιώσει η σπουδάστρια την πρόζα της όχι την ψυχή της. Αλλά η ενασχόλησή της με το γράψιμο σχεδόν πάντα αφορά στην απευθείας σύνδεση με την εσωτερική της ζωή και φέρνει στην επιφάνεια μια απαίτηση για εξομολόγηση και συμπόνια. Αυτοί οι στόχοι είναι ουσιαστικά θεραπευτικοί.

Επιπλέον, το εργαστήριο είναι ( ή θα έπρεπε να είναι) μόνο ένα μικρό μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας που περιλαμβάνει μελέτη, περίσκεψη  και συγγραφή. Είναι αυτή η μοναχική διαδικασία που σηματοδοτεί την πιο συστηματική διαδικασία ανακάλυψης του εαυτού του συγγραφέα.

Όσο κι αν δε θέλουμε να το πιστέψουμε, οι συγγραφείς δε δημιουργούν κάτι από το τίποτα. Όπως και οι θεραπευόμενοι στο ντιβάνι εμμένουμε σε συγκεκριμένες ιστορίες,  χαρακτήρες και θέματα γιατί αυτά «συνομιλούν» με τους φόβους και τις επιθυμίες που κρύβονται μέσα μας. Οι επινοήσεις μας αναπόφευκτα παίρνουν τη μορφή κεκαλυμμένων εξομολογήσεων.

Ο J.D.Salinger δεν έγραψε το «Φύλακα στη Σίκαλη» επειδή έπαθε νευρικό κλονισμό μετά το θάνατο του μικρότερου αδερφού του. Όμως επινόησε το Holden Caulfield (τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματός του) από το βαθύτερο σημείο της ύπαρξής του για να καταφέρει να αντιμετωπίσει τους δικούς του φόβους για την  απώλεια, την τρέλα και τις ματαιώσεις της ενήλικης ζωής.

Η ομορφιά του καλλιτεχνικού ασυνείδητου είναι ότι μας επιτρέπει είτε να προσεγγίσουμε τις προθέσεις μας ή να τις αποκρύψουμε. Λίγους  μήνες πριν το θάνατο του Kurt Vonnegut ένας αναγνώστης του τον ρώτησε ποιο ήταν το κεντρικό θέμα του λογοτεχνικού του έργου. Ως συγγραφέας 14 πολύ εφευρετικών βιβλίων ο Vonnegut θα μπορούσε να αναφερθεί στους κινδύνους της  χρήσης της τεχνολογίας, την ιδιότητα του πλούτου να διαφθείρει ή την ανηθικότητα του πολέμου.  Αντ’ αυτών εκείνος απάντησε: «Γράφω ξανά και ξανά για την οικογένειά μου».

Το διαδίκτυο μπαίνει στην αφήγηση

Παλιότερα απέδιδαν στο διαδίκτυο το χαρακτηρισμό της «υπερλεωφόρου της πληροφορίας» που θα διευκόλυνε την ανταλλαγή δεδομένων και ιδεών. Όπως γνωρίζει ο κάθε κάτοχος smartphone σήμερα το διαδίκτυο εξυπηρετεί κάθε ναρκισσιστική ανάγκη, είναι ένα μέρος στο οποίο πηγαίνουν οι ανήσυχοι, μοναχικοί και άσημοι. Η καινοτομία των social media ήταν ότι προσέφερε ένα δημόσιο χώρο για τις ιδιωτικές μας ζωές. Μια επαρχιώτισσα νοικοκυρά που στο παρελθόν υποστήριζε πως τα «εν  οίκω μη εν δήμω» σήμερα «ποστάρει» δοκίμια για το σόι της στο blog της και παρακολουθεί επιμελώς πόσα «χτυπήματα» κάνει.

Όμως το διαδίκτυο ενώ μοιάζει να πυροδοτεί την επιθυμία για δημιουργική αυτό –έκφραση και απρόσμενη αναγνώριση του έργου μας, δεν ικανοποιεί τις βαθύτερες επιθυμίες μας. Αυτό που επιθυμούμε βαθιά μέσα μας δεν είναι να αποτελέσουμε ένα στιγμιαίο περισπασμό της προσοχής των αναγνωστών μας αλλά να βιώσουμε  αυτό που Saul Bellow ονόμαζε «η αρπαγή της προσοχής εν μέσω των περισπασμών». Θέλουμε να ακουστεί η φωνή μας και να αναγνωριστεί το έργο μας. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο “like” που παίρνει το τελευταίο μας status στο facebook και στη συναίνεση κάποιου να ακούσει την ιστορία μας, ολόκληρη, ακόμα και αν και ειδικά εφόσον φέρει στην  επιφάνεια επώδυνες αποκαλύψεις.

Για όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα, η ψυχοθεραπεία εξυπηρετούσε αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Τα προγράμματα δημιουργικής γραφής αντιπροσωπεύουν την επιστροφή στην αρχαία απόλαυση της αφήγησης, μια ευκαιρία να σπάσει ο κύκλος εμμονής με την οθόνη. Οι σπουδαστές παίρνουν μέρος σε μια κοινότητα συγγραφέων με σάρκα και οστά που έχουν επιλέξει τις δυσκολίες της αφήγησης έναντι του συναισθηματικού κατακερματισμού της ψηφιακής εποχής. Λαμβάνουν επαγγελματική καθοδήγηση και υπάρχει πιθανότητα όσο μικρή και αν φαίνεται ότι θα εξελιχθούν σε αυθεντικούς καλλιτέχνες. Αυτό δε βρίσκεται στο διαδίκτυο.

Μια λέξη προς υπεράσπιση της θεραπευτικής συγγραφής

Οι κριτικοί λογοτεχνίας σχολιάζουν δυσμενώς την ανάπτυξη των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής βασιζόμενοι στην άποψη του Hemingway ότι οι συγγραφείς σφυρηλατούνται στη φωτιά της «πραγματικής ζωής» και όχι μέσω της εκπαίδευσης στις ακαδημίες. Είναι αληθές ότι στο σύγχρονο λογοτεχνικό πεδίο επικρατεί ένα περίτεχνο παιχνίδι όπου αφελείς ακόλουθοι υπηρετούν τους σκοπούς των παικτών.

Ξεκίνησα φέτος να ηγούμαι ενός εργαστηρίου που συμμετέχοντες διανύουν την πέμπτη και έκτη δεκαετία της ζωής τους. Είναι όλοι τους γονείς και πολυάσχολοι επαγγελματίες. Κάποιες φορές αναρωτιέμαι κοιτώντας γύρω μου στην αίθουσα γιατί αποφάσισαν να γράψουν τόσο αργά στη ζωή τους. Φοβάμαι μήπως μοιράζω φρούδες ελπίδες. Όμως μου είναι δύσκολο να είμαι κυνικός όταν σκέφτομαι τα κίνητρά τους. Αυτό που αναζητούν είναι ακριβώς αυτό που έψαχνα κι εγώ: το καταφύγιο στις ιστορίες που παραμένει το πιο αξιόπιστο μονοπάτι που χάραξε το είδος μας.

Λίγες εβδομάδες νωρίτερα κάναμε κριτική σε ένα μέρος ενός μυθιστορήματος με θέμα την επιστροφή τριών αδερφών στη γενέτειρά τους. Η συγγραφέας χρησιμοποιούσε πολύ τις άνω τελείες και έγραφε μπερδεμένα. Πέρασα την περισσότερη ώρα του μαθήματος να προτείνω πως ίσως το έκανε για να αναπαραστήσει τη δυναμική των οικογενειακών καβγάδων. Αργότερα, η συγγραφέας μου είπε πως ήταν ευγνώμων που οι συνάδελφοί της  κατάλαβαν το θέμα του έργου της. Έκανε μια αμήχανη παύση στηριζόμενη πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο και είπε: «Είναι δύσκολα με τις αδερφές μου. Υπήρξε πολύ δυστυχία στη σχέση μας».

Δεν έχω ιδέα πως θα καταφέρει η μαθήτριά μου να κάνει το μοναχικό, κοπιαστικό ταξίδι που ίσως οδηγήσει στην έκδοση του βιβλίου της. Δεν είμαι σίγουρος πως αυτό έχει σημασία στο τέλος. Αυτό που μετράει είναι ότι εκείνη και οι «σύντροφοί» της έχουν βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίζουν τις σκληρότερες αλήθειες για τους εαυτούς τους, να τις κατανοούν ακόμα και να τις θεωρούν όμορφες. Σε ένα κόσμο που μοιάζει όλο και περισσότερο εξατομικευμένος και απρόσωπος δε μπορώ να σκεφτώ κάποια πιο συναρπαστική αποστολή.

Πηγή: http://www.nytimes.com

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here