Αντίθετα με τα μικρά παιδιά, οι ενήλικες έχουν στη διάθεσή τους την ικανότητα να σκέφτονται λογικά και έχουν επίσης ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές της πληροφόρησης. Μπορούν λοιπόν, αν θέλουν, να τα χρησιμοποιήσουν όλα αυτά. Αν κάποιος θέλει ν’ αποφύγει μια μορφή θεραπείας που από την αρχή θα τον αποδυναμώσει, έχει μια καλή ευκαιρία να πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες για την προσωπικότητα και την εκπαίδευση του θεραπευτή, πριν αποφασίσει αν θα ξεκινήσει ή όχι μια παλινδρόμηση στην παιδική του ηλικία. Στην πρώτη συνέντευξη δεν θα πρέπει να έχει κανένα ενδοιασμό να ρωτήσει το θεραπευτή τι τον έκανε να επιλέξει το επάγγελμά του, τι επιστημονικό υπόβαθρο έχει, τι έκανε πριν γίνει θεραπευτής κ.λπ. Οι περισσότεροι ασθενείς, δυστυχώς, δεν κάνουν αυτές τις ερωτήσεις, παρ’ όλα που κανείς δεν τους το απαγορεύει και παρ’ όλο που θα τους βοηθούσαν ιδιαίτερα προκειμένου ν’ αποκτήσουν μια ξεκάθαρη εικόνα της κατάστασης. Νιώθουν ότι η θέση τους δεν τους επιτρέπει να κάνουν ερωτήσεις και περνούν αυτό το πρώτο ραντεβού σαν τα μικρά παιδιά, που δεν θέλουν να φέρουν κάποιον σε δύσκολη θέση και σκέφτονται πως είναι τυχερά που, για άλλη μια φορά, δεν τα έδιωξαν. Με αυτή τη στάση είναι δεδομένο ότι θα βιώσουν το θεραπευτή σαν ευγενική μητέρα ή δυνατό πατέρα, σας ιερέα ή Θεό, και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να καταφέρουν να έχουν μια «ευτυχή κατάληξη» και να ανταμειφθούν με αγάπη και στοργή που τα «πήγαν καλά». Το τι συμβαίνει μετά το έχω περιγράψει στο Δράμα του Προικισμένου Παιδιού. Ο ασθενής καταφεύγει πάλι στις παλαιές του στρατηγικές επιβίωσης, προδίδει ξανά τον αληθινό του εαυτό, πετά στη θάλασσα την ικανότητά του για σκέψη και κρίση και δείχνει εμπιστοσύνη και ελπίζει ότι θα τον ανταμείψουν για τη συνεργατική και καλά προσαρμοσμένη στάση του σε κάτι που μοιάζει με αγάπη.
Προσωπικά, θα ήθελα να είμαι σίγουρη ότι ο άνθρωπος με τον οποίο θα κλείσω μια συμφωνία είναι έντιμος. Αυτό μπορώ να το διαπιστώσω αν ερευνήσω την κατάσταση χωρίς την παραμικρή αναστολή.
Πολλοί άνθρωποι φοβούνται την πραγματικότητα και προτιμούν να πιστεύουν αυτά που θέλουν να πιστεύουν.
Κάποιοι όμως θέλουν να ξέρουν αν θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια συστηματική προσπάθεια να τους ρίξουν στάχτη στα μάτια. Αυτό είναι απόλυτα εφικτό να το διαπιστώσει κάποιος, γιατί υπάρχουν όλων των ειδών οι ενδείξεις. Το πρόβλημα είναι ότι εκείνοι ακριβώς οι ασθενείς που έχουν πραγματική ανάγκη από βοήθεια προτιμούν ν’ αγνοήσουν αυτές τις ενδείξεις.
Αν έπρεπε να διαλέξω σήμερα ένα θεραπευτή, θ’ αναρωτιόμουν πρώτα απ’ όλα: είναι ένα άτομο που θα σεβαστεί την προσωπική μου αυτονομία; Είναι πρόθυμος ο θεραπευτής να μου δώσει εχέμυθες πληροφορίες καθώς και διευθύνσεις ανθρώπων που βοήθησε αποτελεσματικά; Είναι ένα άτομο που θα απαντά στις ερωτήσει μου με ικανοποιητικό και έντιμο τρόπο, που θα είναι έτοιμο και πρόθυμο να συνάψει μια δίκαιη, ξεκάθαρη και λειτουργική συμμαχία μαζί μου, που θ’ ακούει την κριτική, θ’ αντιμετωπίζει τα πραγματικά γεγονότα, θα παραδέχεται τις ανακολουθίες και δεν θα υπόσχεται πράγματα που είναι αδύνατον να γίνουν;
Απόσπασμα από το βιβλίο της Alice Miller «Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας», εκδόσεις ΡΟΕΣ.